- Κελαινοῦ
- Κελαινώfem nom/voc/acc dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κελαινοῦ — κελαινόομαι grow black pres imperat mp 2nd sg κελαινόομαι grow black imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) κελαινός black masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
TEMPESTAS — Romanorum numen. Ovid. Fast. l. 6. v. 193. Te quoque Tempestas, meritam delubra fatemur, Cum pene est Corsis obruta classis aqus. Aedes ei a M. Marcello extra portam Caperiam fuit constructa, cum is liberatus esset a periculo et tempestate, quam … Hofmann J. Lexicon universale
κελαινώ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Δαναΐδα, σύζυγος του Υπέρβιου, γιου του Αιγύπτου, μητέρα του Κελαινού από τον Ποσειδώνα. 2. Μία από τις Πλειάδες ή Ατλαντίδες, μητέρα του Λύκου και του Νυκτέα από τον Ποσειδώνα. Σύμφωνα με άλλες πηγές, ήταν σύζυγος… … Dictionary of Greek
Καύκωνες — Αρχαίος πελασγικός λαός, ο οποίος κατοικούσε στην Πελοπόννησο μαζί με τους Λέλεγες και τους Δρύοπες. Στη Λεπρεάτιδα τους θεωρούσαν απόγονους του ήρωα Καύκωνα, στη Μεσσηνία απόγονους του γιου του Κελαινού Καύκωνα και στην Αρκαδία απόγονους του… … Dictionary of Greek